ζάρωμα

ζάρωμα
το, -ατος
σχηματισμός πτυχών ή ρυτίδων, πτύχωση, ρυτίδωση: Ζάρωμα προσώπου, φορέματος κ.ά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ζάρωμα — το [ζαρώνω] σχηματισμός πτυχών ή ρυτίδων, πτύχωση, σούφρωμα, ρυτίδωση …   Dictionary of Greek

  • ζάρωσις — ζάρωσις, ἡ (Μ) [ζαρώνω] ζάρωμα …   Dictionary of Greek

  • ζαρωμάδα — η (Μ ζαρωμάδα) ζαρωματιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζάρωμα + κατάλ. αδα* (πρβλ. αφηρημ άδα, ζαλ άδα)] …   Dictionary of Greek

  • ζαρωματιά — η [ζάρωμα] πτυχή, ρυτίδα, ζάρα, σούφρα …   Dictionary of Greek

  • μούλωμα — και μούλλωμαν, τὸ (Μ) [μουλ(λ)ώνω] 1. σιωπή 2. ζάρωμα, συστολή, λούφαγμα …   Dictionary of Greek

  • μπάσιμο — το [μπάζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μπάζω ή τού μπαίνω 2. τόπος διά μέσου τού οποίου μπορεί κανείς να μπει κάπου, η μπασιά 3. είσοδος σε περιφραγμένο χώρο 4. ζάρωμα, μάζεμα συστολή 5. μτφ. επίθεση εναντίον κάποιου με λόγια …   Dictionary of Greek

  • πρόπτυξη — η, Ν [προπτύσσω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού προπτύσσω, μάζεμα προς τα εμπρός, ζάρωμα 2. (αθλ.) κάμψη και τών δύο χεριών στο ύψος τού στήθους έτσι ώστε οι παλάμες, οι βραχίονες και τα αντιβράχια να βρίσκονται στο ίδιο οριζόντιο επίπεδο …   Dictionary of Greek

  • ράκωσις — και ῥακίωσις, ώσεως, ἡ, ΜΑ [ῥακοῡμαι] ο σχηματισμός ρυτίδων, το ζάρωμα …   Dictionary of Greek

  • ρίκνωμα — το, Ν [ρικνώνω] ρίκνωση, ζάρωμα, σκέβρωμα, σταφίδιασμα …   Dictionary of Greek

  • ρίκνωση — η / ῥίκνωσις, ώσεως, ΝΜΑ [ῥικνῶ] το αποτέλεσμα τού ρικνώνω, ρυτίδωση, συστολή, ζάρωμα, ρίκνωμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”